- προθετός
- -ή, -όν, Α [προτίθημι]αυτός που δείχνει, που υποδηλώνει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προθετοῖς — προθετός proposed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθετικός — ή, ό / προθετικός, ή, όν, ΝΑ [πρόθεσις / προθετός] ο σχετικός με την πρόθεση, ως μέρος τού λόγου, ή αυτός που χρησιμεύει ως πρόθεση νεοελλ. 1. αυτός που έχει θέση πρόθεσης 2. ιατρ. α) ο σχετικός με μια πρόθεση, δηλ. με αντικατάσταση οργάνου ή… … Dictionary of Greek